πυκνόνωτος

πυκνόνωτος
(pycnonotus). Γένος μικρών ωδικών πτηνών, από την οικογένεια των πυκνονωτιδών. Έχουν μαλακό φτέρωμα, σε πράσινο ή καστανό χρώμα, και ζουν στα ορεινά δάση, όπου τρέφονται με έντομα. Χαρακτηριστικός τύπος πυκνόνωτου, μικρού ωδικού πτηνού του Παλαιού Κόσμου.
* * *
ο, Ν
ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών τού Παλαιού Κόσμου, γνωστών και με την κοινή ονομασία κρυπτότσιχλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pycnonotus (< πυκνός + νώτο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”